πυρηνόκαρπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πυρηνόκαρπα | ||
γενική | των | πυρηνόκαρπων | ||
αιτιατική | τα | πυρηνόκαρπα | ||
κλητική | πυρηνόκαρπα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρηνόκαρπα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πυρηνόκαρπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυρηνόκαρπα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυρηνόκαρπα