πυρηνόκαρπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρηνόκαρπος η πυρηνόκαρπη το πυρηνόκαρπο
      γενική του πυρηνόκαρπου της πυρηνόκαρπης του πυρηνόκαρπου
    αιτιατική τον πυρηνόκαρπο την πυρηνόκαρπη το πυρηνόκαρπο
     κλητική πυρηνόκαρπε πυρηνόκαρπη πυρηνόκαρπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρηνόκαρποι οι πυρηνόκαρπες τα πυρηνόκαρπα
      γενική των πυρηνόκαρπων των πυρηνόκαρπων των πυρηνόκαρπων
    αιτιατική τους πυρηνόκαρπους τις πυρηνόκαρπες τα πυρηνόκαρπα
     κλητική πυρηνόκαρποι πυρηνόκαρπες πυρηνόκαρπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρηνόκαρπος < πυρήνας + -ο- + καρπός

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρηνόκαρπος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με τα πυρηνόκαρπα ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πυρηνόκαρπα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]