ραδιογωνιόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιογωνιόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radiogoniometer < radio- (ραδιο-) + goniometer (γωνιόμετρο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραδιογωνιόμετρο ουδέτερο
[επεξεργασία]
- ραδιογωνιομετρία
- → δείτε τις λέξεις ράδιο, γωνία και μέτρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιογωνιόμετρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ραδιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)