ραδιοϊσοτοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιοϊσοτοπικός < ραδιοϊσότοπο + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ραδιοϊσοτοπικός, -ή, -ό,
- (φυσική, ιατρική) ο σχετικός με ραδιοϊσότοπο
- ↪ ραδιοϊσοτοπικός έλεγχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιοϊσοτοπικός
|