ραφιναρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραφιναρία θηλυκό
- η επεξεργασία ακατέργαστου πυρηνέλαιου και η μετατροπή του σε συγκεκριμένης ποιότητας λάδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραφιναρία
|