ρεβιθιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεβιθιά | οι | ρεβιθιές |
γενική | της | ρεβιθιάς | των | ρεβιθιών |
αιτιατική | τη | ρεβιθιά | τις | ρεβιθιές |
κλητική | ρεβιθιά | ρεβιθιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεβιθιά < ρεβίθ(ι) + -ιά < μεσαιωνική ελληνική *ρεβίθι/ροβίθι < ελληνιστική κοινή ἐρεβίνθιον < αρχαία ελληνική ἐρέβινθος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεβιθιά θηλυκό
- (βοτανική) ποώδες φυτό του γένους Cicer (είδος Cicer arietinum), με σύνθετα φύλλα κι μικρά άσπρα άνθη, που καλλιεργείται για τους σπόρους τους, τα ρεβίθια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρεβίθι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεβιθιά