ρευστομηχανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρευστομηχανικός η ρευστομηχανική το ρευστομηχανικό
      γενική του ρευστομηχανικού της ρευστομηχανικής του ρευστομηχανικού
    αιτιατική τον ρευστομηχανικό τη ρευστομηχανική το ρευστομηχανικό
     κλητική ρευστομηχανικέ ρευστομηχανική ρευστομηχανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρευστομηχανικοί οι ρευστομηχανικές τα ρευστομηχανικά
      γενική των ρευστομηχανικών των ρευστομηχανικών των ρευστομηχανικών
    αιτιατική τους ρευστομηχανικούς τις ρευστομηχανικές τα ρευστομηχανικά
     κλητική ρευστομηχανικοί ρευστομηχανικές ρευστομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρευστομηχανικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ρευστομηχανικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]