ριπιδωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριπιδωτός η ριπιδωτή το ριπιδωτό
      γενική του ριπιδωτού της ριπιδωτής του ριπιδωτού
    αιτιατική τον ριπιδωτό τη ριπιδωτή το ριπιδωτό
     κλητική ριπιδωτέ ριπιδωτή ριπιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριπιδωτοί οι ριπιδωτές τα ριπιδωτά
      γενική των ριπιδωτών των ριπιδωτών των ριπιδωτών
    αιτιατική τους ριπιδωτούς τις ριπιδωτές τα ριπιδωτά
     κλητική ριπιδωτοί ριπιδωτές ριπιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριπιδωτός < ριπίδι + -ωτός

Επίθετο[επεξεργασία]

ριπιδωτός[1]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ριπιδοειδής