σάβανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάβανο τα σάβανα
      γενική του σάβανου των σάβανων
    αιτιατική το σάβανο τα σάβανα
     κλητική σάβανο σάβανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάβανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σάβανον[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάβανο ουδέτερο

  1. άσπρο ύφασμα για την κάλυψη του νεκρού αμέσως μετά το θάνατό του
  2. (μεταφορικά) κάτι που καλύπτει ό,τι είναι νεκρό [1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]