σαπφειροειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπφειροειδής η σαπφειροειδής το σαπφειροειδές
      γενική του σαπφειροειδούς* της σαπφειροειδούς του σαπφειροειδούς
    αιτιατική τον σαπφειροειδή τη σαπφειροειδή το σαπφειροειδές
     κλητική σαπφειροειδή(ς) σαπφειροειδής σαπφειροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπφειροειδείς οι σαπφειροειδείς τα σαπφειροειδή
      γενική των σαπφειροειδών των σαπφειροειδών των σαπφειροειδών
    αιτιατική τους σαπφειροειδείς τις σαπφειροειδείς τα σαπφειροειδή
     κλητική σαπφειροειδείς σαπφειροειδείς σαπφειροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπφειροειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σαπφειροειδής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]