σαπφειροειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαπφειροειδής | η | σαπφειροειδής | το | σαπφειροειδές |
γενική | του | σαπφειροειδούς* | της | σαπφειροειδούς | του | σαπφειροειδούς |
αιτιατική | τον | σαπφειροειδή | τη | σαπφειροειδή | το | σαπφειροειδές |
κλητική | σαπφειροειδή(ς) | σαπφειροειδής | σαπφειροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαπφειροειδείς | οι | σαπφειροειδείς | τα | σαπφειροειδή |
γενική | των | σαπφειροειδών | των | σαπφειροειδών | των | σαπφειροειδών |
αιτιατική | τους | σαπφειροειδείς | τις | σαπφειροειδείς | τα | σαπφειροειδή |
κλητική | σαπφειροειδείς | σαπφειροειδείς | σαπφειροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαπφειροειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σαπφειροειδής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαπφειροειδής
|