σαρανταπεντάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαρανταπεντάρης | η | σαρανταπεντάρα | το | σαρανταπεντάρικο |
γενική | του | σαρανταπεντάρη | της | σαρανταπεντάρας | του | σαρανταπεντάρικου |
αιτιατική | τον | σαρανταπεντάρη | τη | σαρανταπεντάρα | το | σαρανταπεντάρικο |
κλητική | σαρανταπεντάρη | σαρανταπεντάρα | σαρανταπεντάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαρανταπεντάρηδες | οι | σαρανταπεντάρες | τα | σαρανταπεντάρικα |
γενική | των | σαρανταπεντάρηδων | — | των | σαρανταπεντάρικων | |
αιτιατική | τους | σαρανταπεντάρηδες | τις | σαρανταπεντάρες | τα | σαρανταπεντάρικα |
κλητική | σαρανταπεντάρηδες | σαρανταπεντάρες | σαρανταπεντάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρανταπεντάρης < σαρανταπεντ(ε) + -άρης
Επίθετο[επεξεργασία]
σαρανταπεντάρης, -α, -ικο
- που έχει ηλικία περίπου ή ακριβώς σαρανταπέντε ετών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρανταπεντάρης
|