σαρκερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαρκερός | η | σαρκερή | το | σαρκερό |
γενική | του | σαρκερού | της | σαρκερής | του | σαρκερού |
αιτιατική | τον | σαρκερό | τη | σαρκερή | το | σαρκερό |
κλητική | σαρκερέ | σαρκερή | σαρκερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαρκεροί | οι | σαρκερές | τα | σαρκερά |
γενική | των | σαρκερών | των | σαρκερών | των | σαρκερών |
αιτιατική | τους | σαρκερούς | τις | σαρκερές | τα | σαρκερά |
κλητική | σαρκεροί | σαρκερές | σαρκερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρκερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σαρκερός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρκερός
|