σαρκωματώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκωματώδης η σαρκωματώδης το σαρκωματώδες
      γενική του σαρκωματώδους της σαρκωματώδους του σαρκωματώδους
    αιτιατική τον σαρκωματώδη τη σαρκωματώδη το σαρκωματώδες
     κλητική σαρκωματώδη(ς) σαρκωματώδης σαρκωματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκωματώδεις οι σαρκωματώδεις τα σαρκωματώδη
      γενική των σαρκωματωδών των σαρκωματωδών των σαρκωματωδών
    αιτιατική τους σαρκωματώδεις τις σαρκωματώδεις τα σαρκωματώδη
     κλητική σαρκωματώδεις σαρκωματώδεις σαρκωματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρκωματώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σαρκωματώδης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]