σελάχι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σελάχι | τα | σελάχια |
γενική | του | σελαχιού | των | σελαχιών |
αιτιατική | το | σελάχι | τα | σελάχια |
κλητική | σελάχι | σελάχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- σελάχι < αρχαία ελληνική σελάχιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σελάχι ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σαλάχι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σελάχι
→ δείτε τη λέξη σαλάχι |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σελάχι ουδέτερο
- δερμάτινη ζώνη που φοριόταν πάνω από τη φουστανέλα και στην οποία έβαζαν τα όπλα τους οι μαχητές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σελάχι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σελάχι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)