σεραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεραφικός η σεραφική το σεραφικό
      γενική του σεραφικού της σεραφικής του σεραφικού
    αιτιατική τον σεραφικό τη σεραφική το σεραφικό
     κλητική σεραφικέ σεραφική σεραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεραφικοί οι σεραφικές τα σεραφικά
      γενική των σεραφικών των σεραφικών των σεραφικών
    αιτιατική τους σεραφικούς τις σεραφικές τα σεραφικά
     κλητική σεραφικοί σεραφικές σεραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεραφικός < (ελληνιστική κοινή) σεραφικός < σεραφίμ (ενικός, "σεραφ"="φωτεινός", πληθ. "σεραφίμ"="φωτεινοί", τάξη αγγέλων ή είδος ουράνιων πλασμάτων κατά την Παλαιά Διαθήκη)

Επίθετο[επεξεργασία]

σεραφικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται στα σεραφείμ
  2. ουράνιος, αγγελικός
  3. πομπώδης
    σεραφικός τόνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]