σεραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεραφικός < (ελληνιστική κοινή) σεραφικός < σεραφίμ (ενικός, "σεραφ"="φωτεινός", πληθ. "σεραφίμ"="φωτεινοί", τάξη αγγέλων ή είδος ουράνιων πλασμάτων κατά την Παλαιά Διαθήκη)
Επίθετο[επεξεργασία]
σεραφικός -ή -ό