σερβοκινητήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερβοκινητήριος η σερβοκινητήρια το σερβοκινητήριο
      γενική του σερβοκινητήριου της σερβοκινητήριας του σερβοκινητήριου
    αιτιατική τον σερβοκινητήριο τη σερβοκινητήρια το σερβοκινητήριο
     κλητική σερβοκινητήριε σερβοκινητήρια σερβοκινητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερβοκινητήριοι οι σερβοκινητήριες τα σερβοκινητήρια
      γενική των σερβοκινητήριων των σερβοκινητήριων των σερβοκινητήριων
    αιτιατική τους σερβοκινητήριους τις σερβοκινητήριες τα σερβοκινητήρια
     κλητική σερβοκινητήριοι σερβοκινητήριες σερβοκινητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερβοκινητήριος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σερβοκινητήριος, -α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]