σερολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερολογικός η σερολογική το σερολογικό
      γενική του σερολογικού της σερολογικής του σερολογικού
    αιτιατική τον σερολογικό τη σερολογική το σερολογικό
     κλητική σερολογικέ σερολογική σερολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερολογικοί οι σερολογικές τα σερολογικά
      γενική των σερολογικών των σερολογικών των σερολογικών
    αιτιατική τους σερολογικούς τις σερολογικές τα σερολογικά
     κλητική σερολογικοί σερολογικές σερολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερολογικός < αγγλική serological

Επίθετο[επεξεργασία]

σερολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]