σερολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερολογικός < αγγλική serological
Επίθετο[επεξεργασία]
σερολογικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερολογικός