σημαιάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σημαιάκι τα σημαιάκια
      γενική
    αιτιατική το σημαιάκι τα σημαιάκια
     κλητική σημαιάκι σημαιάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημαιάκι < σημαία + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σημαιάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του: σημαία
  2. αργκό: μικρός επίδεσμος (λόγω παρομοιότητας με την τότε σημαία ξηράς)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σημαία