σηπόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σηπόμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος σήπομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
σηπόμενος, η, ο
- που βρίσκεται σε διαδικασία σήψης, αποσύνθεσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηπόμενος
|