σκάνταλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκάνταλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σκάνταλος, -η, -ο
- σκανταλιάρης
- ※ Ο Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος και κάθε λίγο έβρισκε τον μπελά του. Δεν περνούσε μέρα που να μην έτρωγε δυο τρεις κατσάδες (Πηνελόπη Δέλτα, Τρελαντώνης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκάνταλος
|