σκαμπρόζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαμπρόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική scabroso < λατινική scabrosus < scabres < scaber < scabo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (s)kep-
Επίθετο[επεξεργασία]
σκαμπρόζος, -α, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαμπρόζος
→ δείτε τη λέξη σκαμπρόζικος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)