σκαπέτωσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκαπέτωσῐς | αἱ | σκαπετώσεις | ||||
γενική | τῆς | σκαπετώσεως | τῶν | σκαπετώσεων | ||||
δοτική | τῇ | σκαπετώσει | ταῖς | σκαπετώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σκαπέτωσῐν | τὰς | σκαπετώσεις | ||||
κλητική ὦ! | σκαπέτωσῐ | σκαπετώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκαπετώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκαπετωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαπέτωσις < → δείτε τις λέξεις σκάπετος και σκάπτω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκαπέτωσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, σε επιγραφή, αμφίβολο) αυλάκωση
- ※ 4ος αιώνας πκε, Τροιζήνα, IG.4.823. στίχος 50 (50-51)@inscriptions.packhum.org
- σκαπε[τώσι]-
[ο]ς τῶι στρώματι καὶ ὁμα̣[λ]ίξιος τοῦ χ[όου […]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη σκάπτω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σκαπέτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)