σκουφάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκουφάς | οι | σκουφάδες |
γενική | του | σκουφά | των | σκουφάδων |
αιτιατική | τον | σκουφά | τους | σκουφάδες |
κλητική | σκουφά | σκουφάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skuˈfas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐φάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκουφάς αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Σκουφάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκουφάς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .