Μετάβαση στο περιεχόμενο

σκόρδον

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκόρδον τὰ σκόρδ
      γενική τοῦ σκόρδου τῶν σκόρδων
      δοτική τῷ σκόρδ τοῖς σκόρδοις
    αιτιατική τὸ σκόρδον τὰ σκόρδ
     κλητική ! σκόρδον σκόρδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκόρδω
γεν-δοτ τοῖν  σκόρδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκόρδον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκόροδον με αποβολή του ο (σκόρ(ο)δον, ανομοίωση των ο) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκόρδον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

[επεξεργασία]