σμηγματορροϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμηγματορροϊκός η σμηγματορροϊκή το σμηγματορροϊκό
      γενική του σμηγματορροϊκού της σμηγματορροϊκής του σμηγματορροϊκού
    αιτιατική τον σμηγματορροϊκό τη σμηγματορροϊκή το σμηγματορροϊκό
     κλητική σμηγματορροϊκέ σμηγματορροϊκή σμηγματορροϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμηγματορροϊκοί οι σμηγματορροϊκές τα σμηγματορροϊκά
      γενική των σμηγματορροϊκών των σμηγματορροϊκών των σμηγματορροϊκών
    αιτιατική τους σμηγματορροϊκούς τις σμηγματορροϊκές τα σμηγματορροϊκά
     κλητική σμηγματορροϊκοί σμηγματορροϊκές σμηγματορροϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμηγματορροϊκός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σμηγματορροϊκός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]