σμικρυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμικρυντικός < (μαρτυρείται από το 1861)
Επίθετο[επεξεργασία]
σμικρυντικός
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με τη σμίκρυνση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμικρυντικός
|