σμιλευτός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σμιλευτός < (ελληνιστική κοινή) σμιλευτός
Επίθετο
[επεξεργασία]σμιλευτός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σμίλη