σουμπρετίστικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουμπρετίστικος η σουμπρετίστικη το σουμπρετίστικο
      γενική του σουμπρετίστικου της σουμπρετίστικης του σουμπρετίστικου
    αιτιατική τον σουμπρετίστικο τη σουμπρετίστικη το σουμπρετίστικο
     κλητική σουμπρετίστικε σουμπρετίστικη σουμπρετίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουμπρετίστικοι οι σουμπρετίστικες τα σουμπρετίστικα
      γενική των σουμπρετίστικων των σουμπρετίστικων των σουμπρετίστικων
    αιτιατική τους σουμπρετίστικους τις σουμπρετίστικες τα σουμπρετίστικα
     κλητική σουμπρετίστικοι σουμπρετίστικες σουμπρετίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουμπρετίστικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σουμπρετίστικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]