σπινθηρογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπινθηρογραφικός η σπινθηρογραφική το σπινθηρογραφικό
      γενική του σπινθηρογραφικού της σπινθηρογραφικής του σπινθηρογραφικού
    αιτιατική τον σπινθηρογραφικό τη σπινθηρογραφική το σπινθηρογραφικό
     κλητική σπινθηρογραφικέ σπινθηρογραφική σπινθηρογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπινθηρογραφικοί οι σπινθηρογραφικές τα σπινθηρογραφικά
      γενική των σπινθηρογραφικών των σπινθηρογραφικών των σπινθηρογραφικών
    αιτιατική τους σπινθηρογραφικούς τις σπινθηρογραφικές τα σπινθηρογραφικά
     κλητική σπινθηρογραφικοί σπινθηρογραφικές σπινθηρογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπινθηρογραφικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σπινθηρογραφικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]