σπουδαιότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπουδαιότης | αἱ | σπουδαιότητες |
γενική | τῆς | σπουδαιότητος | τῶν | σπουδαιοτήτων |
δοτική | τῇ | σπουδαιότητῐ | ταῖς | σπουδαιότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σπουδαιότητᾰ | τὰς | σπουδαιότητᾰς |
κλητική ὦ! | σπουδαιότης | σπουδαιότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπουδαιότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σπουδαιοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουδαιότης < σπουδαῖο(ς) + -της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπουδαιότης, -ητος θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σπουδή
Πηγές[επεξεργασία]
- σπουδαιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της, θηλυκό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)