σταυροαναστάσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυροαναστάσιμος η σταυροαναστάσιμη το σταυροαναστάσιμο
      γενική του σταυροαναστάσιμου της σταυροαναστάσιμης του σταυροαναστάσιμου
    αιτιατική τον σταυροαναστάσιμο τη σταυροαναστάσιμη το σταυροαναστάσιμο
     κλητική σταυροαναστάσιμε σταυροαναστάσιμη σταυροαναστάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυροαναστάσιμοι οι σταυροαναστάσιμες τα σταυροαναστάσιμα
      γενική των σταυροαναστάσιμων των σταυροαναστάσιμων των σταυροαναστάσιμων
    αιτιατική τους σταυροαναστάσιμους τις σταυροαναστάσιμες τα σταυροαναστάσιμα
     κλητική σταυροαναστάσιμοι σταυροαναστάσιμες σταυροαναστάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταυροαναστάσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σταυροαναστάσιμος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]