στερεοχημικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεοχημικός η στερεοχημική το στερεοχημικό
      γενική του στερεοχημικού της στερεοχημικής του στερεοχημικού
    αιτιατική τον στερεοχημικό τη στερεοχημική το στερεοχημικό
     κλητική στερεοχημικέ στερεοχημική στερεοχημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεοχημικοί οι στερεοχημικές τα στερεοχημικά
      γενική των στερεοχημικών των στερεοχημικών των στερεοχημικών
    αιτιατική τους στερεοχημικούς τις στερεοχημικές τα στερεοχημικά
     κλητική στερεοχημικοί στερεοχημικές στερεοχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεοχημικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

στερεοχημικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]