στράλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στράλι τα στράλια
      γενική
    αιτιατική το στράλι τα στράλια
     κλητική στράλι στράλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στράλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική stralli, πληθυντικός αριθμός του strallo / straglio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈstra.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρά‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στράλι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]