στροφορμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στροφορμή < στροφή + ορμή < (μεταφραστικό δάνειο) ...
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στροφορμή θηλυκό
- (φυσική) το διανυσματικό μέγεθος που αποτελεί το γινόμενο της ορμής ενός περιστρεφόμενου σώματος επί την απόσταση από το κέντρο περιστροφής και συμβολίζεται με λατινικό κεφαλαίο L
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στροφορμή