στύλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στύλωση | οι | στυλώσεις |
γενική | της | στύλωσης* | των | στυλώσεων |
αιτιατική | τη | στύλωση | τις | στυλώσεις |
κλητική | στύλωση | στυλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στυλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στύλωση < ελληνιστική κοινή στύλωσις[1] < στυλόω < αρχαία ελληνική στῦλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στύλωση ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στυλώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στύλωση
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στύλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.