συγκληρονόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκληρονόμος < ελληνιστική κοινή συγκληρονόμος < συγ- + κληρονόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκληρονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που κληρονομεί μαζί με άλλους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συγκληρονομία
- συγκληρονομώ
- → και δείτε τη λέξη κληρονόμος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκληρονόμος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συγ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)