συγκληροδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκληροδόχος < συγ- + κληροδόχος ( < κλήρ(ος) + -ο- + -δόχος), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική colégataire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκληροδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- που αποδέχεται μια ειδική κληρονομιά που ονομάζεται κληροδότημα μαζί με κάποιους άλλους· που μαζί με άλλους είναι δικαιούχος μιας κληροδοσίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκληροδόχος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συγ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόχος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)