συναπάρτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συναπάρτιση | οι | συναπαρτίσεις |
γενική | της | συναπάρτισης* | των | συναπαρτίσεων |
αιτιατική | τη | συναπάρτιση | τις | συναπαρτίσεις |
κλητική | συναπάρτιση | συναπαρτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναπαρτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναπάρτιση < συναπαρτίζω + -ση < ελληνιστική κοινή συναπαρτίζω < αρχαία ελληνική ἀπαρτίζω < ἄρτι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συναπάρτιση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναπαρτίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναπάρτιση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- συναπάρτιση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)