συνηλικιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνηλικιώτης οι συνηλικιώτες
      γενική του συνηλικιώτη των συνηλικιωτών
    αιτιατική τον συνηλικιώτη τους συνηλικιώτες
     κλητική συνηλικιώτη συνηλικιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνηλικιώτης < ελληνιστική κοινή συνηλικιώτης < αρχαία ελληνική σύν + ἡλικιώτης < ἡλικία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνηλικιώτης αρσενικό (θηλυκό συνηλικιώτισσα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]