συνταγογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνταγογραφικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
συνταγογραφικός
- που σχετίζεται με τη συνταγογραφία ή την ενέργεια του συνταγογραφώ
- στην Ελλάδα έχουμε υπερβολική συνταγογραφική αντιμετόπιση των νοσημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνταγογραφικός
|