συριζαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συριζαϊκός, -ή (ή ιά), -ό
- σχετικά με το πολιτικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συριζαϊκός
|