σφουγγαράδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφουγγαράδικος η σφουγγαράδικη το σφουγγαράδικο
      γενική του σφουγγαράδικου της σφουγγαράδικης του σφουγγαράδικου
    αιτιατική τον σφουγγαράδικο τη σφουγγαράδικη το σφουγγαράδικο
     κλητική σφουγγαράδικε σφουγγαράδικη σφουγγαράδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφουγγαράδικοι οι σφουγγαράδικες τα σφουγγαράδικα
      γενική των σφουγγαράδικων των σφουγγαράδικων των σφουγγαράδικων
    αιτιατική τους σφουγγαράδικους τις σφουγγαράδικες τα σφουγγαράδικα
     κλητική σφουγγαράδικοι σφουγγαράδικες σφουγγαράδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφουγγαράδικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σφουγγαράδικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]