σωματολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωματολογικός η σωματολογική το σωματολογικό
      γενική του σωματολογικού της σωματολογικής του σωματολογικού
    αιτιατική τον σωματολογικό τη σωματολογική το σωματολογικό
     κλητική σωματολογικέ σωματολογική σωματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωματολογικοί οι σωματολογικές τα σωματολογικά
      γενική των σωματολογικών των σωματολογικών των σωματολογικών
    αιτιατική τους σωματολογικούς τις σωματολογικές τα σωματολογικά
     κλητική σωματολογικοί σωματολογικές σωματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωματολογικός < σωματολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σωματολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]