σωματοτρόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σωματοτρόπος | η | σωματοτρόπος & σωματοτρόπη |
το | σωματοτρόπο |
γενική | του | σωματοτρόπου & σωματοτρόπου |
της | σωματοτρόπου & σωματοτρόπης |
του | σωματοτρόπου & σωματοτρόπου |
αιτιατική | τον | σωματοτρόπο | τη | σωματοτρόπο & σωματοτρόπη |
το | σωματοτρόπο |
κλητική | σωματοτρόπε | σωματοτρόπε & σωματοτρόπη |
σωματοτρόπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σωματοτρόποι | οι | σωματοτρόποι & σωματοτρόπες |
τα | σωματοτρόπα |
γενική | των | σωματοτρόπων & σωματοτρόπων |
των | σωματοτρόπων & σωματοτρόπων |
των | σωματοτρόπων & σωματοτρόπων |
αιτιατική | τους | σωματοτρόπους & σωματοτρόπους |
τις | σωματοτρόπους & σωματοτρόπες |
τα | σωματοτρόπα |
κλητική | σωματοτρόποι | σωματοτρόποι & σωματοτρόπες |
σωματοτρόπα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωματοτρόπος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σωματοτρόπος, -ος/-η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωματοτρόπος
|