σύγκλεισις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύγκλεισῐς | αἱ | συγκλείσεις |
γενική | τῆς | συγκλείσεως | τῶν | συγκλείσεων |
δοτική | τῇ | συγκλείσει | ταῖς | συγκλείσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σύγκλεισῐν | τὰς | συγκλείσεις |
κλητική ὦ! | σύγκλεισῐ | συγκλείσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγκλείσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συγκλεισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύγκλεισις < συγκλεί(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + κλεῖσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύγκλεισις, -εως θηλυκό
- κλείσιμο, αποκλεισμός
- (στρατιωτικός όρος) πύκνωση διάταξης στρατεύματος
- (ελληνιστική σημασία) στενό πέρασμα, κλεισούρα
- όπως στο σύγκλισις
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σύγκλεισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύγκλεισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύγ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)