τανταλιούχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τανταλιούχος η τανταλιούχα το τανταλιούχο
      γενική του τανταλιούχου της τανταλιούχας του τανταλιούχου
    αιτιατική τον τανταλιούχο την τανταλιούχα το τανταλιούχο
     κλητική τανταλιούχε τανταλιούχα τανταλιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τανταλιούχοι οι τανταλιούχες τα τανταλιούχα
      γενική των τανταλιούχων των τανταλιούχων των τανταλιούχων
    αιτιατική τους τανταλιούχους τις τανταλιούχες τα τανταλιούχα
     κλητική τανταλιούχοι τανταλιούχες τανταλιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τανταλιούχος < ταντάλιο + -ούχος

Επίθετο[επεξεργασία]

τανταλιούχος, -α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]