τασικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τασικός | η | τασική | το | τασικό |
γενική | του | τασικού | της | τασικής | του | τασικού |
αιτιατική | τον | τασικό | την | τασική | το | τασικό |
κλητική | τασικέ | τασική | τασικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τασικοί | οι | τασικές | τα | τασικά |
γενική | των | τασικών | των | τασικών | των | τασικών |
αιτιατική | τους | τασικούς | τις | τασικές | τα | τασικά |
κλητική | τασικοί | τασικές | τασικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο[επεξεργασία]
- που αφορά τάση