ταυτοπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυτοπρόσωπος < ταυτοπροσωπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός), μορφολογικά αναλύεται ταυτο- + -πρόσωπος
Επίθετο[επεξεργασία]
ταυτοπρόσωπος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την ταυτοπροσωπία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταυτοπρόσωπος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ταυτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πρόσωπος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)