ταχυεργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυεργία < αρχαία ελληνική ταχυεργία < ταχύς + ἔργον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχυεργία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυεργία
|