τείρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τείρω < από τη ρίζα ΤΕΡ που βρίσκεται στο τρύω και παράγει τις λέξεις τέρις, τρίβω και ίσως τραύμα, τιτρώσκω, τορός, τρυπάω

Ρήμα[επεξεργασία]

τείρω

  1. τρίβω σκληρά
  2. τρυπώ
  3. θλίβω, ταλαιπωρώ, βασανίζω, κατατρύχω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 510 (510-512)
    τεῖρε γὰρ αὐτὸν | ἕλκος, ὃ δή μιν Τεῦκρος ἐπεσσύμενον βάλεν ἰῷ | τείχεος ὑψηλοῖο, ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύνων.
    ότι τον έκοφτε η πληγή που ο Τεύκρος με κοντάρι | του είχε κάμει την στιγμήν οπού στο μέγα τείχος | ορμούσε από τον όλεθρον να σώσει τους συντρόφους·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 102 (102-103)
    «ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, | σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει,
    «Ω γέρε, τώρα μαχηταί στενοχωρούν σε νέοι,| σ᾽ ήβρε το γήρας το κακό και η δύναμίς σου εκόπη,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 342 (340-342)
    ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς | λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ | τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
    ετούτο μόνο το τραγούδι μην το συνεχίσεις, | θλιβερό κι αβάστακτο· σπαράζει την καρδιά μου | μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 369
    ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός.
    γιατί τους θέριζε της άδειας τους κοιλιάς η πείνα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  4. (αμετάβατο) υποφέρω από θλίψη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]